- ευκαιρώνω
- μετ. обл опоражнивать, освобождать;
ευκαιρώνω τό μπαούλο — опорожнять баул
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκαιρώνω τό μπαούλο — опорожнять баул
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκαιρώνω — [εύκαιρος] 1. εκκενώ, αδειάζω 2. εγκαταλείπω 3. φεύγω 4. (η μτχ. ως επίθ.) εὐκαιρωμένος ή φκαιρωμένος άδειος, εγκαταλειμμένος … Dictionary of Greek